- στρογγυλός
- -ή, -ό / στρογγύλος, -η, -ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, -η, -ο, Ν1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.)2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» — λόγια σταράταβ. «στρογγύλα ῥήματα», Αριστοφ.)3. κυκλοτερής («δίφρος στρογγύλος», επιγρ.)4. φρ. «στρογγύλο πλοίο» ή «στρογγύλη ναῡς» — φορτηγό ιστιοφόρο πλοίο που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για τη μεταφορά τών εμπορευμάτωννεοελλ.1. (για αριθμό) ακέραιος, με παράλειψη τών μονάδων ή τού κλάσματος του2. ανατ. χαρακτηρισμός σχηματισμών, όπως είναι οι μύες και οι σύνδεσμοι, που έχουν στρογγυλό σχήμα3. το ουδ. ως ουσ. το στρογγυλό(τροφ.-τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος από το πρόσθιο μέρος τού μηρού τών βοδιών και τών μοσχαριών, αλλ. μήλο4. φρ. α) «στρογγυλή τράπεζα»i) η τράπεζα τού θρυλικού βασιλιά τής Βρετανίας Αρθούρου, στην οποία συγκέντρωνε τους ιππότες τής Αυλής που ήταν διαπρεπείς και ξεχώριζαν για την προσωπικότητά τουςii) συνήθης πρακτική πρωτοκόλλου σε διεθνείς διασκέψεις, κατά την οποία, για να τηρηθεί η αρχή τής ισοτιμίας, κάθε αντιπρόσωπος που παρακάθεται στο τραπέζι γύρω από το οποίο γίνονται οι συνομιλίες καταλαμβάνει εκ περιτροπής τη θέση τού προέδρου τής διάσκεψηςiii) (κατ' επέκτ.) ελεύθερη συζήτηση ενός θέματος στα πλαίσια μιας επί τούτου συνάντησης στην οποία μετέχουν πρόσωπα αρμόδια για το αντίστοιχο θέμαβ) «μείζων στρογγύλος μυς» και «ελάσσων στρογγύλος μυς»ανατ. μύες που βρίσκονται στο οπίσθιο μέρος τού ώμου, και εκτείνονται από την ωμοπλάτη στο άνω τμήμα τού βραχιόνιου οστούγ) «στρογγύλος πρηνιστής τού πήχεως»ανατ. μυς τού αντιβραχίου που εκτείνεται μεταξύ παρατροχιλίου και κορωνοειδούς αποφύσεως και καταφύεται στο μέσο τής έξω επιφάνειας τής κερκίδαςδ) «στρογγύλος σύνδεσμος τού ισχίου»ανατ. σύνδεσμος μεταξύ κεφαλής και μηριαίου οστού και κοτύληςε) «στρογγύλος σύνδεσμος τού ήπατος»ανατ. σύνδεσμος μεταξύ ομφαλού και ήπατοςστ) «στρογγύλος σύνδεσμος τής μήτρας»ανατ. καθεμία από τις δύο ινομυώδεις ταινίες που εκτείνονται από τον πυθμένα τής μήτρας, δεξιά και αριστερά στη σύστοιχη βουβωνική χώρα5. παροιμ. «στρογγυλά 'ναι και κυλάνε» — λέγεται για τα χρήματα, που ξοδεύονται γρήγορααρχ.1. (για πρόσ.) ο στρογγυλοπρόσωπος2. (για ζώα και κυρίως για λιοντάρια και σκύλους) παχύς, κοντόχοντρος3. (για πανί) πλήρες, φουσκωμένο4. φρ. α) «λίθος στρογγύλος» — το χαλίκι (Ξεν.)β) «ξύλα στρογγύλα» — κορμοί δέντρων απελέκητοι (Θεόφρ.)γ) «τὸ στρογγύλον τοῡ στόματος» — το τορνευτό, γλαφυρό ύφος [τού Ευρυπίδου] (Αριστοφ.)επίρρ...στρογγυλά /στρογγύλως ΝΜΑ, και στρόγγυλα Νμε στρογγυλότητααρχ.1. μτφ. με γλαφυρότητα, με κομψότητα («συστρέφειν τὰ νοήματα καὶ στρογγύλως ἐκφέρειν», Δίον. Αλ.)2. φρ. «στρογγύλως βιῶ»μτφ. ζω με απλό και λιτό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στρογγ-ύλος (πρβλ. αγκ-ύλος, γογγ-ύλος, καμπ-ύλος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *strenk- / streng- «συγκεντρώνω, σφίγγω, στενός» (βλ. και λ. στράγξ) και πρέπει να είχε αρχική σημ. «σφιχτός, τοποθετημένος σε σφαίρα», απ' όπου προήλθε η σημ. «κυκλικός, σφαιρικός». Η άποψη ότι το επίθ. στρογγύλος προήλθε από τ. *στραγγύλος (με φωνηεντισμό ίδιο με τη λ. στράγξ) αναλογικά προς το γογγύλος δεν θεωρείται πιθανή.ΠΑΡ. στρογγυλαίνω, στρογγύλευμα, στρογγυλότης(-τητα), στρογγυλώ (-νω)αρχ.στρογγυλίας, στρογγυλίζω, στρογγύλιον, στρογγύλω, οτρογγυλώδηςμσν.στρογγύλεοςνεοελλ.στρογγυλάδα, στρογγυλεύω, στρογγυλούτσικος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στρογγυλοπρόσωποςαρχ.στρογγυλόγλυφος, στρογγυλοδίνητος, στρογγυλοειδής, στρογγυλόκαυλος, στρογγυλόλοβος, στρογγυλοναύτης, στρογγυλόπλευρος, στρογγυλόπους, στρογγυλοτομία, στρογγυλώψμσν.στρογγυλοευμορφοπώγωνος, στρογγυλόστεγος, στρογγύλοψιςνεοελλ.στρογγυλοκάθομαι, στρογγυλοφέγγαρος. (Β' συνθετικό) ημιστρόγγυλος, ολοστρόγγυλος, υποστρόγγυλοςαρχ.αμφιστρόγγυλος, επιστρόγγυλος, παραστρόγγυλος, περιστρόγγυλοςνεοελλ.καταστρόγγυλος, μισοστρόγγυλος].
Dictionary of Greek. 2013.